Wednesday, 5 March 2008

Άνθρωποι

Σκηνή πρώτη:

Κυριακή βράδυ, επιστρέφοντας στο Λονδίνο, μπροστά μας 400 μίλια, το ντεπόζιτο άδειο. Βενζινάδικο πουθενά. Αφήνουμε τον αυτοκινητόδρομο, στο κέντρο της Γλασκώβης, η πόλη ετοιμάζεται για ύπνο, η λυχνία αναβοσβήνει.

Δύσκολο να βρεις βενζινάδικο στο κέντρο της πόλης, κάθε πόλης. Σταματάμε σε φανάρι, ρωτάμε τον ταξιτζή. Αυτός θα ξέρει. Χωρίς πολλά λόγια μας κάνει νεύμα να τον ακολουθήσουμε. Δύο - τρία χιλιόμετρα μέσα στη Γλασκώβη, ο Ζ. από τη θέση του συνοδηγού πλάθει διάφορα με το νου του, μάλλον θα φταίει το παρελθόν του ως μπάτσος.
Ξαφνικά φαίνεται το βενζινάδικο. Ανακούφιση, χαρά. Σκεφτόμαστε ότι ο ταξιτζής θα θέλει να γεμίσει κι αυτός...Φτάνουμε, μπαίνει μέσα με το ταξί του, σα να μας υποδεικνύει το σημείο που θα βάλουμε βενζίνη κάνει έναν ελιγμό και χάνεται μες τη νύχτα...Δεν προλάβαμε να τον ευχαριστήσουμε, μέχρι και ένα συμβολικό ποσό θέλαμε να του δώσουμε. Δε συναντάς τέτοιους ανθρώπους κάθε μέρα. Κάθε νύχτα...

Σκηνη δεύτερη:

Σ' ένα αυτοκίνητο με τρύπιο ψυγείο, ένα πρωί του Ιουλίου, στην Κύπρο, με 40 βαθμούς, ένας Άγγλος, μια Καναδέζα κι εγώ. Προορισμός η Αμμόχωστος και το κάστρο της Καντάρας. Περνάμε στα κατεχόμενα/στη Βόρεια Κύπρο/διαλέγετε εσείς το όνομα, το αμάξι δεν αντέχει, ο κάμπος της Μεσαορίας ξερός κι αφιλόξενος, θα ήταν πολύ δύσκολο να πολεμούν εκείνο το καλοκαίρι του 74 σ'αυτά τα χώματα, σκέφτομαι. Λίγο πριν την Αμμόχωστο το ψυγείο παραδίδει το πνεύμα. Εργοστάσιο γεωργικών προϊόντων στα 5 μέτρα. Τυχεροί μες την ατυχία μας. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι με τα πρόσωπα σκαμμένα από τη ζωή, τη δουλειά όμως χαμογελαστοί, φιλόξενοι. Βλέπουν τις πινακίδες από το νότο, συνεννούμαστε στα Τουρκικά, φέρνουν νερό για το αυτοκίνητο, προσπαθούν να βοηθήσουν. 'Αδικος κόπος. Μέχρι να έρθει μηχανικός, στο κουζινάκι του εργοστασίου, καφές κυπριακός - έτσι τον λένε σ'αυτά τα μέρη - και νερό δροσερό, και αναψυκτικά. Και κουβέντες, "από που είστε", "που πάτε". Η ώρα περνάει, μεσημέριασε. Πιλάφι και γιαούρτι και κρύο καρπούζι, δε γίνεται να φάνε και να μη κοπιάσουμε στο τραπέζι τους. Κι άλλος καφές. Και τα μάτια, διστακικά στην αρχή, θέλουν να δουν και ν'ακούσουν. Και οι γλώσσες λύνονται. "Εχασα το 74 τ'αδέρφια μου". "Ο Μεχμέτ από δω, είναι 25 χρόνια σ'αυτό τον τόπο, γιατί να φύγει". Δεν ξέρω. Πάντα στην Κύπρο, αργά ή γρήγορα θα μιλήσεις για τα παλιά. Εκεί στο βορρά δεν ζουν τέρατα με ουρές και σουβλερά δόντια. Η "δήθεν απομόνωση των Τουρκοκυπρίων" (έτσι λένε τα δελτιά ειδήσεων στη Νότια Κύπρο) κράτησε καθαρό και αναλλοίωτο το χαρακτήρα των ανθρώπων. Έτσι ήταν κι ο λαός μας πριν 20 χρόνια;

Ο μηχανικός δε βλέπει μέλλον για το αυτοκίνητο. Είναι 3 το μεσημέρι, οι φίλοι από τη Λευκωσία έρχονται να μας παραλάβουν, ευτυχώς γιατί οι "οικοδεσπότες" μας πρέπει να κλείσουν και να πάνε σπίτια τους, σχεδόν ντρέπονται που μας λένε ότι πρέπει να φύγουμε. Χειραψίες, και καλοσυνάτες κουβέντες. Το αυτοκίνητο είναι εκεί, παρατημένο μες τα χόρτα, μια βδομάδα μετά. Ο Σαμ έκανε βδομάδες πολλές να το σηκώσει.

Δε συναντάς τέτοιους ανθρώπους κάθε μέρα

3 comments:

Φαίη said...

Κατ' αρχάς να σε βρίσω διότι δεν μου είπες τίποτα,και ΔΕΝ μου έκανες αναπάντητη όπως σου ζήτησα όταν φτάσατε.

ΒΛΑΜΜΕΝΟ!

Ωραία,σε έβρισα,πάμε παρακάτω.

Μου έχει τύχει κι εμένα αυτό που περιγράφεις στην Γλασκώβη, να ρωτάμε στον δρόμο πώς να πάμε κάπου και να γυρνάει ο ευγενέστατος Σκωτσέζος και να μας λέει "Ακολουθήστε με,θα σας πάω εγώ." Και πεζοί ε, όχι με αμάξι.

Άνθρωποι,όπως τό 'πες.

Η ερώτηση που έθεσες στο τέλος, για το αν ήταν και ο λαός μας έτσι πριν 20 χρόνια,δεν ξέρω γιατί,αλλά με πόνεσε.

Lucia said...

Παντού υπάρχουν τελικά Ανθρωποι ,ανεξαρτήτως χρώματος, εθνικότητας, οικονομικής κατάστασης. Είναι όμορφο να το βλέπεις αυτό.
Καλό θα ήταν να ξεθάψουμε λίγο την ανθρωπιά μας όλοι.

Φιλάκια

Anonymous said...

Hello. This post is likeable, and your blog is very interesting, congratulations :-). I will add in my blogroll =). If possible gives a last there on my blog, it is about the Computador, I hope you enjoy. The address is http://computador-brasil.blogspot.com. A hug.