Η ιστορία που ακολουθεί είναι πραγματική, τα ονόματα δεν έχουν αλλαχθεί κι έχει προεσφέρει αφορμή για ατελείωτο γέλιο κατά καιρούς, όποτε αναπαράγεται σε παρέα. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τη Φω που την επανέφερε από την αποθήκη αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας.
Λοιπόν, σαν μικρό παιδί ήμουν μάλλον παράξενο στο φαγητό, εν ολίγοις έτρωγα λίγα φαγητά και έκανα τη ζωή της μάνας μου δύσκολη. Η τάση παραμένει αν και πρέπει να ομολογήσω ότι έχω κάνει φιλότιμες προσπάθειες να διευρύνω τους γευστικούς μου ορίζοντες. Παρ' όλα αυτά ακόμα υπάρχουν φαγητά που δεν αγγίζω και δηλώνω υπεύθυνα ότι το σουσί και το κουνουπίδι θα απαγορευθούν μόλις έρθω στην εξουσία.
Στο θέμα μας λοιπόν. Προ αμνημονέυτων χρόνων, κι ενώ ήμουν 6 ή 7 χρόνων, ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο μ'είχε κόψει η πείνα καθότι για μεσημεριανό είχαμε κάτι σε ψάρια ή χόρτα ή κάτι άλλο τελοσπάντων που δε θυμάμαι άλλα σίγουρα δε μου άρεσε. Γεγονός έιναι ότι δεν είχα χορτάσει και πεινούσα. Όπως συμβαίνει σε πολλά ελληνικά σπίτια τα μεσημέρια του καλοκαιριού, οι γονείς κοιμούνται και τα παιδιά προσπαθούν να ψυχαγωγηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο χωρίς να ξυπνήσουν τους γονείς τους και ακούσουν χριστοπαναγίες . Οι γονείς λοιπόν αναπάυονταν, κι εγώ έπρεπε να γεμίσω το στομάχι μου. Επιλογές πολλές δεν υπήρχαν, το τοστ ήταν η καλύτερη λύση! Όμως η κουζίνα βρίσκεται βρισκόταν δίπλα στο υπνοδωμάτιό τους και ο παραμικρός ήχος καθώς επίσης και η παραμικρή μυρωδία θα τους ξύπναγε άρα θα είχαμε χριστοπαναγίες εις διπλούν.
Έτσι λοιπόν ο Γιαννάκης σκέφτηκε την ακόλουθη λύση: τοστιέρα στο μπαλκόνι, ψήσιμο και άμεση κατανάλωση χωρίς μυρωδιές και "προδοτικούς θορύβους". Το τέλειο έγκλημα; Θα ήταν αν είχα προσμετρήσει τον αστάθμητο παράγοντα: την αστείρευτη δίψα της Ελληνίδας νοικοκυράς και αγνής γειτόνισσας για κουτσομπολιό και ρουφιανιά. Το ίδιο απόγευμα μια γειτόνισσα (έχε χάρη ρουφιάνα που δεν ξέρω ποια με έδωσε στεγνά) πήρε τηλέφωνο τη μάνα και μεταξύ άλλων ρώτησε:
-"Γιωργία (η μάνα), τι κάνει ο Γιάννης στο μπαλκόνι;
-Τι κάνει;
-Ψήνει;
Έτσι άδοξα τελείωσε η καριέρα μου ως ψήστης. Δεν κατέφυγα ποτέ ξανά σ'αυτή τη λύση, μπορεί να άκουσα και καμιά παναγία ενώ δεν αποκλείω και κανά μπάτσο, έτσι για παραδειγματισμό αν και δε θυμάμαι άλλες λεπτομέρειες.
Το ηθικό δίδαγμα: Ποτέ μην υποτιμάτε την αστείρευτη δίψα του Έλληνα μικροαστού για χαφιεδισμό. Και αν θέλετε να ψήσετε, ή τελοσπάντων να κάνετε κάτι...κρυφά από τον αγαπημένο σας γείτονα στο μπαλκόνι φροντίστε να έχετε κατεβάσει τις τέντες!
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
εχω γελάσει πολύ με αυτή την ιστορία (και αρκετός κόσμος επίσης)... πάντως αυτό το "ο Γιαννης ψήνει" θα σου μείνει για πάντα ρε φίλε!
Φιλάκια μικρέ μου
Δε σου κρύβω ότι την πρώτη φορά που τη διηγήθηκες αυτή την ιστορία με πείραξε κάπως. Μετά όμως που το φιλοσόφησα γέλασα πολύ και σ'ευχαριστώ που τη θυμήθηκες και τη μοιράστηκες.
Post a Comment